4/12/09

"Με λένε Ελευθερία..."





Το Μάρτιο του 2007, ο κύριος Γιώργος Λιάνης μού ζήτησε ένα κείμενο για τη Φλέρυ Νταντωνάκη, με σκοπό να το συμπεριλάβει στο βιβλίο του "Φλέρυ Νταντωνάκη: Η Φεγγαρική Αηδόνα". Εντελώς αυτόματα, ο νους μου ταξίδεψε πίσω, στην πρώτη μου συνάντηση μαζί της, που την αποτύπωσα σχεδόν κινηματογραφικά. Κι αυτό είναι το κείμενο:







«ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ...»

1974. Απόγευμα στο «Number 1» του Ρ. Κούνδουρου, στο Κολωνάκι. Πίνουμε καφέ με τον κολλητό μου το Γιώργο, που εκείνη την εποχή είναι φαντάρος. Ονειροπόλοι και οι δυο, υπερκινητικοί, ιδεολογικά λαίμαργοι, έτοιμοι για θαύματα. Καθώς κουβεντιάζουμε, με την άκρη του ματιού μου πιάνω μια γυναίκα που μπαίνει παρέα μ’ έναν μουσάτο και κατευθύνεται προς ένα τραπέζι κάπου στο βάθος. Μαγνητίζομαι αμέσως από τα τεράστια υγρά της μάτια και το σταρένιο, ελαφρά ιδρωμένο δέρμα της. Δεν κοιτάζει καθόλου τριγύρω. Ο μουσάτος πηγαινοέρχεται ως το τηλέφωνο, τελικά φεύγει. Η γυναίκα ανοιγοκλείνει νευρικά την τσάντα που κρατάει. Έχει μια έκφραση σαν να βρίσκεται στη μέση μιας έντονης συζήτησης. Μιλάει μόνη της. Κλαίει. Γελάει…

-Ρε Γιώργο, αυτή πρέπει να είναι η Φλέρυ Νταντωνάκη, που τραγουδάει στο “Μεγάλο Ερωτικό”.

-Σιγά μην είναι η Νταντωνάκη! Εσύ όλο γνωστούς βλέπεις μπροστά σου…

-Κι όμως, αυτή είναι. Δεν μπορεί… Μα τι κάνει εκεί;

Είμαστε “απέναντι”. Σχολιάζουμε απέξω έναν κόσμο που μας διαφεύγει αλλά και μας εξάπτει. Και καθώς την χαζεύουμε, βέβαιοι ότι αγνοεί ακόμα και την παρουσία μας, εκείνη σηκώνει απότομα το βλέμμα, με κοιτάζει κατάματα και λέει δυνατά:

-Πώς σε λένε;

Κοιτάζω δίπλα μου, πίσω μου… κανείς άλλος. Δείχνω τον εαυτό μου ψελλίζοντας:

-Σταύρο… Σε μένα μιλάς;…

-Ναι, σε σένα. Εμένα με λένε Ελευθερία. Έλα να κάτσεις εδώ.

Έτσι γνωριστήκαμε με την Φλέρυ. Έτσι απλά και άμεσα, όπως γίνεται με τα παιδιά, που στο άψε σβήσε γίνονται φίλοι και παίζουν μαζί, μυήθηκα σ’ έναν άγνωστο, μαγικό και συνάμα τρομακτικό κόσμο, όπου η τέχνη δεν ήταν ούτε επάγγελμα ούτε χόμπι ούτε εκτόνωση, αλλά τρόπος ζωής. Από τότε έχω ακούσει και διαβάσει διάφορες απόψεις για τη Φλέρυ, αρκετές όσο ζούσε κι ακόμα περισσότερες μετά το θάνατό της: “η μεγαλύτερη φωνή που πέρασε ποτέ από την Ελλάδα”, “ιέρεια της Τέχνης”, “τρελή” –που συχνά συνοδευόταν από τον προσδιορισμό “του φεγγαριού”, για να απαλύνει τις εντυπώσεις-, “διαταραγμένη προσωπικότητα που την κατέστρεψαν οι γκουρού και τα ναρκωτικά”, “αντιστασιακή”… Όλοι αυτοί οι χαρακτηρισμοί, είτε υμνητικοί είτε υποτιμητικοί, μου φαίνονταν πάντα άστοχοι και κυρίως “λίγοι”. “Η αλήθεια που μπορεί να εκφραστεί με λόγια είναι πάντα μισή”, λέει ο Χέρμαν Έσσε κάπου στον “Σιντάρτα”. Η Φλέρυ δεν μπορεί να χωρέσει σε κείμενα, ούτε καν σε ηχογραφήσεις. Ποτέ μια θαλασσογραφία δεν θα μπορέσει να “μυρίσει θάλασσα”.

Κάθε μέρα που πήγαινα να την συναντήσω μού ήταν εντελώς αδύνατο να προβλέψω την εξέλιξη αυτής της συνάντησης. Η διάθεσή της απλωνόταν σε όλο το περιβάλλον, το καθόριζε. Όταν ήταν χαρούμενη ήταν όλα χαρούμενα κι όταν είχε τις μαύρες της ήταν όλα μαύρα. Η φωνή της –αντίθετα απ’ όσα λέγονται- δεν ήταν πάντα άρτια τεχνικά. Αλλά ακόμα κι ένα φάλτσο ή κάποιο στραβοπάτημα ήταν τόσο πειστικό, που αναρωτιόσουν πώς θα ήταν το τραγούδι που έλεγε χωρίς αυτό. “Ξέρεις, δεν υπάρχουν φάλτσες φωνές”, μου έλεγε, “υπάρχουν μόνο φάλτσα αφτιά”.

Εκείνη την εποχή πηγαινοερχόμασταν σε σπίτια που είχαν πάντα την εξώπορτα ξεκλείδωτη. Γνωρίζαμε καμιά δεκαριά άτομα κάθε βδομάδα, από μουσικούς μέχρι περιθωριακούς τύπους, κουλτουριάρηδες, ποιητές, αναρχικούς. Σ’ ένα τέτοιο σπίτι πήγα κάποτε τη Φλέρυ, κι από την επομένη κιόλας μέρα μετακόμισε εκεί, δημιουργώντας μια “θυελλώδη” σχέση με τον φίλο μουσικό που το είχε. Μια μέρα τους βρήκα ξαπλωμένους στο κρεβάτι, σκεπασμένους με μια άσπρη φλοκάτη. “Περιμένουμε σημάδι από τα πράγματα για να κάνουμε οποιαδήποτε κίνηση. Όσο δεν έχουμε σημάδι, θα μένουμε ξαπλωμένοι εδώ”… Μετά από λίγο καιρό βρήκα το σπίτι σχεδόν άδειο. Έμαθα ότι είχαν αποφασίσει να πετάξουν κάμποσα αντικείμενα –μεταξύ των οποίων και κιθάρες!- από το παράθυρο, για “να πάψουν να είναι εξαρτημένοι από τα υλικά αγαθά”.

Η μουσική μου “συνεργασία” με τη Φλέρυ με δίδαξε πάρα πολλά. Μαζί της ήταν αδύνατο να γίνει οποιαδήποτε προετοιμασία, γιατί οι λεπτές της κεραίες έπιαναν πάντα την ανάγκη και την ατμόσφαιρα της συγκεκριμένης στιγμής που άνοιγε το στόμα της για να τραγουδήσει. Στον “Τιπούκειτο”, το μουσικό στέκι του οραματιστή γέρο-Μπουκουβάλα, είχε συμβεί ακόμα και να διακόψει ένα τραγούδι στη μέση μιας ΛΕΞΗΣ και να κατεβεί από τη σκηνή, για να συνεχίσει λίγο αργότερα από το… υπόλοιπο αυτής της λέξης. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για φασαρία ή για έλλειψη προσοχής από μέρους του κοινού, γιατί όλοι πάντα την παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το αποσβολωμένο, μαγεμένο ύφος της Ζωής Λάσκαρη, καθώς την άκουγε να τραγουδάει ένα βράδυ ψηλά στον Πύργο των Αθηνών, στο μπαρ που είχε στήσει ο Γιώργος ο Σκούρτης, το “Θα ‘ρθει η άσπρη μέρα και για μας” σ’ εκείνη τη φευγάτη, αυτοσχεδιαστική εκδοχή της…

Πριν ξεκινήσει η μεγαλόπνοη συναυλία της μουσικής ομάδας του “Τιπούκειτου” που είχε οργανώσει ο Μπουκουβάλας στο αρχαίο θέατρο του Άργους, η Φλέρυ –με τη μικρή της τότε κόρη- είχε εξαφανιστεί όλο το πρωί και την ψάχναμε χωρίς αποτέλεσμα. Όταν επιτέλους επέστρεψε, μάθαμε ότι γύριζε στα μαγαζιά του Άργους ψάχνοντας για σαγιονάρες, τις οποίες αγόρασε για να βγάλει τα πλαστικά λουλούδια από πάνω και να φτιάξει στεφάνι για τα μαλλιά της! Το βράδυ, στο αρχαίο θέατρο, ήθελε οπωσδήποτε να καθίσει στο θρόνο της βασίλισσας, κι από κει ψηλά έριχνε πετραδάκια σε κάποια τραγουδίστρια που δεν συμπαθούσε, η οποία τα άκουγε έντρομη να σκάνε δίπλα της! Όταν ήρθε η σειρά μας, η διάθεσή της είχε πια χαλάσει. Έπαιξα την εισαγωγή από την “Έλσα” του Σαββόπουλου και περίμενα να μπει στο τραγούδι. Αντί γι’ αυτό, η Φλέρυ με κοίταξε και σιωπηλά πήγε και κάθισε κάτω, στην άκρη της σκηνής. Νιώθω πολύ περήφανος που είχα την ετοιμότητα να κάνω κι εγώ το ίδιο και να καθίσω στην άλλη άκρη. Αφού κοιταχτήκαμε για λίγη ώρα, της λέω: “Πάμε τώρα να πούμε και το τραγούδι;” Σηκώθηκε, πήγε στο μικρόφωνο και η συναυλία συνεχίστηκε κανονικά.

Αυτές οι σποραδικές αναμνήσεις σίγουρα δεν μπορούν να συνθέσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της Φλέρυς, ούτε να προσεγγίσουν εκείνο το ανείπωτο, ελεύθερο και μαγικό στοιχείο που είχε μέσα της. Είναι απλές καταγραφές, μικρές απόπειρες να ζωντανέψει για λίγο μια ιδιαίτερη ψυχή και μια εποχή όπου το παραμύθι και το όνειρο ήταν καθημερινή μας τροφή.

Για μερικά χρόνια χαθήκαμε. Είχε παρεξηγηθεί γιατί, λέει, “συνεργάστηκα με μια άλλη τραγουδίστρια και την πούλησα”. Μετά έμαθα και κάποια δυσάρεστα πράγματα. Όμως μια μέρα, επιστρέφοντας σπίτι μου, ακούω από τη μητέρα μου ότι είχε τηλεφωνήσει η Φλέρυ κι είχε αφήσει ένα νούμερο για να την πάρω. Συγκινήθηκα όταν άκουσα τη φωνή της πάλι, αλλά και πικράθηκα, επειδή μου φάνηκε πιο “λογική”, πιο “γήινη” από παλιά.

-Μπορώ να έρθω σπίτι σου; με ρώτησε.

-Φλεράκι, δυστυχώς έχω μια συναυλία εκτός Αθηνών και θα λείψω για λίγο. Όταν γυρίσω πια…

Στην επιστροφή μου έμαθα ότι μετά το τηλεφώνημά μας είχε πάρει κάποιον άλλο κοινό μας φίλο και του είχε κάνει την ίδια ερώτηση. Εκείνος είχε πει ναι και η Φλέρυ είχε πάει σπίτι του… με όλες της τις βαλίτσες, για να μείνει.

Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, δεν είμαι και τόσο σίγουρος αν έπρεπε να πάω σ’ εκείνη τη συναυλία…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου