19/3/10

Ο μπαρμπα-Σπύρος, το ραγισμένο σαντούρι και ο Κώστας Ταχτσής


Σκαλίζοντας τις προάλλες ένα συρτάρι με ενθύμια, έπεσα πάνω σε τούτη την κάρτα με τη φωτογραφία του συγχωρεμένου του μπαρμπα-Σπύρου του Μπουλιέρη και της θείας Ευδοκίας (της Μπουλιέραινας), που ήταν αδελφή της γιαγιάς. Παραλήπτης ήταν η μητέρα μου.






















Ο μπαρμπα-Σπύρος και η θεία Ευδοκία ήταν ένα απίθανο ζευγάρι. Μοίραζαν τη ζωή τους ανάμεσα σε μικρο-επιχειρήσεις και σε γλέντια, αρχικά στην Άνδρο, αργότερα στην Αθήνα. Ο μπάρμπας μου έπαιζε τρομερό σαντούρι. Ήταν αυτοδίδακτος, βέβαια, και είχε ένα σωρό τετραδιάκια, όπου έγραφε –με αναρθογραφίες και ορνιθοσκαλίσματα- χίλιους δυο στίχους και ακόρντα από παραδοσιακά και λαϊκά τραγούδια. Όπου πανηγύρι, γάμος και γιορτή ο μπαρμπα-Σπύρος ήταν μέσα. Ήταν πάντα χαμογελαστός, ακόμα κι όταν η ζωή δεν του χαμογελούσε. Από κείνον έμαθα –και δεν ξέχασα ποτέ!- τις νότες της μουσικής κλίμακας και τη σειρά των χορδών της κιθάρας. «Την ξέρεις την ιστορία του Ντορέ;» μου έλεγε. «Ο Ντορέ ήταν ένα παιδί αχόρταγο, που δεν άφηνε πιάτο για πιάτο όταν καθόταν στο τραπέζι. Οπότε τον έτρεμαν όλοι και του φώναζαν: ‘Ντορέ, μη φας όλα συ!’ Είχε όμως κι έναν ξάδερφο, το Σολσιμή. Αυτός ο Σολσιμής δεν έβγαζε τσιμουδιά. Γλώσσα είχε και μιλιά δεν είχε. Η μάνα του ήταν πολύ στεναχωρεμένη και συνέχεια τον παρακαλούσε: ‘Μίλα ρε Σολσιμή, μίλα ρε Σολσιμή!’... αλλά τίποτα αυτός».

Η τελευταία τους επιχείρηση είχε έδρα το σπίτι τους, ένα μακρόστενο ισόγειο στην οδό Κωνσταντινουπόλεως, απέναντι από το πατρικό μου. Πουλούσαν γλυκά του κουταλιού. Όποτε πήγαινα να τους δω, με γέμιζαν κουτιά με κερασάκι ή σταφύλι γλυκό (τα αγαπημένα μου), ξενοιασιά, καλαμπούρια, μεζέδες και –πάνω απ’ όλα- μελωδίες. «Έλα να σου παίξω την Μπρατσέρα», έλεγε ο μπάρμπας συνωμοτικά... Και κλεινόμασταν στο δωμάτιο με το σαντούρι για ώρες ολόκληρες...

Πέρασαν χρόνια πολλά, ο μπάρμπας και η θεία Ευδοκία έφυγαν, κι εγώ κληρονόμησα το σαντούρι, τα τετράδια και τις αναμνήσεις μιας εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί... Ήθελα, όμως, να βρω έναν τρόπο να επιδιορθώσω το σαντούρι, του οποίου το ξύλο είχε ραγίσει από τα χρόνια. Το πήγα, λοιπόν, στον Τάσο Διακογιώργη (άλλος αγαπημένος εξαιρετικός μουσικός, που επίσης δεν είναι πια μαζί μας). Αφού το κράτησε για μερικές μέρες, τελικά μου είπε ότι φοβόταν να το βάλει στη μέγγενη, διότι το πιθανότερο ήταν ότι θα έσπαγε στα δύο. Έτσι, το πήρα πάλι πίσω και το έχω ακόμα φυλαγμένο όπως ήταν, με το άρωμα εκείνων των χρόνων κλεισμένο μέσα στην τριμμένη πάνινη θήκη του...












Πριν από λίγο καιρό, έπεσαν στα χέρια μου τα αυτοβιογραφικά κείμενα του Κώστα Ταχτσή, που κυκλοφόρησαν από τον «Εξάντα» σ’ ένα τόμο με γενικό τίτλο «Το Φοβερό Βήμα». Διαβάζοντας, άρχισα να διαπιστώνω ότι μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο περιβάλλον, στα ίδια σπίτια! Φαντάζεστε, όμως, την έκπληξή μου όταν, φτάνοντας στη σελίδα 69, διάβασα:

Ύστερα αρχίσαμε να παίρνουμε σβάρνα και τους άλλους συγγενείς. Με το θείο Σπύρο τον Μπουλιέρη ήταν δυό αδερφών παιδιά. Ο θείος Μπουλιέρης γύριζε στα νιάτα του τα χωριά της Άντρου κι έπαιζε σαντούρι σε γάμους και σε πανηγύρια. Κέρδισε πολλά λεφτά, ήρθε στην Αθήνα κι άνοιξε ένα μπακάλικο –ήταν σχεδόν απέναντι απ’ το σπίτι του, στη Λεωφόρο Κωνσταντινουπόλεως, αλλά απ’ την άλλη μεριά των γραμμών του τραίνου. Κι αυτός κι η θεία Ευδοξία ήταν πολύ φιλόξενοι άνθρωποι, μας καλούσαν συχνά τα βράδια μαζί μ’ άλλους συγγενείς και τρώγαμε λαγούς στιφάδο ή αστακούς που του έστελναν γνωστοί του απ’ το νησί...

Έτσι, συνειδητοποίησα έκπληκτος ότι κάποτε είχα άλλον ένα ξάδελφο, που δυστυχώς δεν πρόκειται να γνωρίσω ποτέ, παρά μόνο μέσ’ από τα γραπτά του...

Γεια σου, μπαρμπα-Σπύρο, γεια σου θείτσα Μπουλιέραινα, γεια σου και σένα ξάδελφε Κώστα!

5 σχόλια:

  1. Αυτό είναι! Μια ολόκληρη εποχή, εικόνες, μυρωδιές, ήχοι, γεύσεις μέσα σε λίγες παραγράφους... Σαν να αγγίζεις ένα παλιό σαντούρι έτοιμο να σπάσει στα δύο! Και τα αχόρταγα ή ανόρεχτα πιτσιρίκια να μεγαλώνουν και μυαλό να μη βάζουν... να "ταλαιπωρούν" ακόμη αυτούς που ανέλαβαν να τα βάλουν σε μια σειρά κι εκείνους που απλώς θέλουν να τα ακούνε.. να παίζουν, να μαλώνουν, να ονειρεύονται!
    Γεια σου Σταύρο μεγάλε παραμυθά!
    (το...μεθυσμένο)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Άρωμα μεθυστικό ξεχύθηκε!...
    Οι αναμνήσεις έστησαν χορό με τις νότες!...
    Να 'σαι καλά, Σταύρο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πολύ ζωντανή περιγραφή. Σα να μυρίζω το άρωμα τυο σαντουριού. Ήθελα κι εγώ κάποτε να αποκτήσω ένα σαντούρι. Είχα επισκεφθεί τον Κακούργο, γνωστό σαντουρτζή της Αγιάσου. Ήταν όμως πια σε προχωρημένη ηλικία και δεν έφτιαχνε.
    Μαγικό όργανο...
    Καλό απόγευμα, Σταύρο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τι αναμνήσεις μου ξύπνησες, Σταύρο,με το θαυμάσιο αφιέρωμά σου
    στον αξέχαστο Μπαρμπα-Σπύρο! Θυμάμαι τις όμορφες
    βραδιές στην 'Ανδρο...'Επαιζε με τις ώρες το σαντούρι του κι άρχιζε μετά να μας διηγείται ιστορίες, αλλά την τελευταία την άφηνε πάντα στη μέση. Μας πετούσε μια βιαστική "καληνύχτα" και πήγαινε για ύπνο...Φιλάκια η Θεία Ντίνα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τι όμορφη περιγραφή!
    Κρίμα που δεν μπόρεσες να γνωρίσεις τον ξάδελφό σου...
    Το βιβλίο που αναφέρεις θα το διαβάσω σίγουρα!
    Να 'σαι καλά Σταύρο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή